έρνος

έρνος
ἔρνος, ὁ (Μ), ἔρνος, τὸ (Α)
1. βλαστάρι, βλαστός («τρέφει ἀνήρ ἔρνος ἐλαίης», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. τέκνο, απόγονος («Διγενής Ἀκρίτης τῶν Καππαδόκων ὁ τερπνὸς... ἔρνος», Διγεν. Ακρ.)
αρχ.
1. στον πληθ. τά ἔρνεα
τα στεφάνια που φορούσαν οι νικητές στους αγώνες
2. (για το μήλο τής Έριδος) καρπός
3. η Δήλος (που αναδύθηκε από τη θάλασσα σαν βλαστάρι)
4. φρ. (ως σύμβολο νεανικής τρυφερότητας και καλλονής) «ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος» — βλάστησε σαν νεαρό φυτό (Ομ. Ιλ.)
5. φρ. «ἔρνος κεράων» — αντί κέρα, κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι σχηματισμένη με επίθημα -νος (πρβλ. λήνος, σμήνος, λατ. mūnus «ἐργο, καθήκον, δώρο» κ.ά.). Συνδέεται πιθ. με το ταυτόσημο όρμενος «βλαστός» και ανάγεται στην ίδια ρίζα με τα ερέθω, όρνυμι. Ταυτίζεται μορφολογικά με αρχ. ινδ. arnas- «πλημμύρα, χείμαρρος». Ο τ. μαρτυρείται και με δασεία, η οποία όμως θεωρείται υστερογενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔρνος — young sprout neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρνει — ἔρνος young sprout neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἔρνεϊ , ἔρνος young sprout neut dat sg (epic ionic) ἔρνος young sprout neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρνη — ἔρνος young sprout neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔρνος young sprout neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρνέων — ἔρνος young sprout neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρνῶν — ἔρνος young sprout neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρνεα — ἔρνος young sprout neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρνεσι — ἔρνος young sprout neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρνεσιν — ἔρνος young sprout neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρνεσσιν — ἔρνος young sprout neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρνους — ἔρνος young sprout neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”